εύοπτος

εύοπτος
(I)
εὔοπτος, -ον (ΑΜ)
ελκυστικός, ωραίος («ἦν δὲ καλὸς ὁ Τσιμισχῆς, εὔοπτος, εὔχρους, εὔθριξ», Κ. Μανασσ.)
αρχ.
1. αυτός που φαίνεται εύκολα, ανοιχτός στην όραση, ορατός, φανερός («οὐκ ἐν εὐόπτω οἰκέουσιν αἱ νοῡσοι», Ιπποκρ.)
2. περιφανής, περίοπτος, ολοφάνερος («ἀστραπή, ὅταν ἐπιφανῇ, εὔοπτός ἐστι», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οπτός (ορώ) από ρίζα οπ- (όπ-ωπ-α, όψις), πρβλ. περί-οπτος].
————————
(II)
εὔοπτος, -ον (ΑΜ)
καλοψημένος, νόστιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οπτός «ψητός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εὔοπτος — open to view masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐοπτότατα — εὔοπτος open to view adverbial superl εὔοπτος open to view neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐόπτως — εὔοπτος open to view adverbial εὔοπτος open to view masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔοπτον — εὔοπτος open to view masc/fem acc sg εὔοπτος open to view neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐόπτου — εὔοπτος open to view masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐόπτους — εὔοπτος open to view masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐόπτῳ — εὔοπτος open to view masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔοπτα — εὔοπτος open to view neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • невзрачный — •• [ср. др. русск. възрачьныи εὑοπτος, ἐπιφανής; взрачность благообразная наружность (Тредиаковский, Тилемахида); см. Хюттль Ворт, стр. 83. – Т.] …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • прозрачный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (εὔοπτος) открытый, видный (Пр. Д, 24, 2) …   Словарь церковнославянского языка

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”